σπηλαιόβιος

σπηλαιόβιος
-α, -ο
αυτός που ζει σε σπήλαια, τρωγλοδύτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπηλαιόβιος — α, ο, Ν 1. (για άνθρωπο) αυτός που κατοικεί μέσα σε σπήλαια, τρωγλοδύτης 2. (για ζώο) αυτός που ζει μέσα σε σπήλαια, τρωγλόβιος 3. φρ. «σπηλαιόβια πανίδα» βιολ. το σύνολο τών ζωικών οργανισμών που ζουν στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + βιος… …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδύτης — ο, ΝΑ 1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”